- σερβίρισμα
- το, -ατος1. προσκόμιση φαγητών ή ποτών.2. μετάγγιση φαγητού από τη χύτρα στα πιάτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σερβίρισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σερβίρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σερβίρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
σερβιτόρος — ο, θηλ. σερβιτόρα και σερβιτόρισσα, Ν 1. υπάλληλος εστιατορίου, ζαχαροπλαστείου, καφενείου, που έργο του είναι το σερβίρισμα τών πελατών, γκαρσόνι 2. υπηρέτης οικίας που ασχολείται με το σερβίρισμα φαγητών και ποτών σε ένα γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
αρχιτρίκλινος — ἀρχιτρίκλινος, ο (AM) ο συμποσίαρχος, ο επικεφαλής αυτών που έχουν αναλάβει την προετοιμασία και το σερβίρισμα σε συμπόσιο ή δείπνο … Dictionary of Greek
αυτοεξυπηρέτηση — η 1. μέθοδος κατά την οποία ο πελάτης εξυπηρετείται μόνος του σε ψώνια ή σερβίρισμα χωρίς να μεσολαβούν υπάλληλοι του καταστήματος 2. η ικανότητα του ατόμου να αυτοεξυπηρετείται στις άμεσες βιολογικές και βιοτικές του ανάγκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο* … Dictionary of Greek
δειπνοκλήτωρ — ( ορος), ο (Α) 1. αυτός που προσκαλεί σε δείπνο 2. αξιωματούχος τής περσικής αυλής που δοκίμαζε τα φαγητά και καθόριζε τη σειρά για το σερβίρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + κλήτωρ «αυτός που καλεί ή προσφέρει δείπνο»] … Dictionary of Greek
επιδορπισμός — ἐπιδορπισμός, ὁ (Α) η παράθεση, το σερβίρισμα επιδορπίων … Dictionary of Greek
θερμοχύτης — θερμοχύτης, ὁ (Α) δοχείο για σερβίρισμα θερμών ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(o) * + χύτης (< χέω), πρβλ. επι χύτης, νερο χύτης] … Dictionary of Greek
κένωμα — το (ΑΜ κένωμα) [κενώ] 1. η κένωση, το άδειασμα 2. ο κενός χώρος, το κενό διάστημα νεοελλ. το άδειασμα τού μαγειρεμένου φαγητού από τη χύτρα στα πιάτα, το σερβίρισμα αρχ. 1. άδειο αγγείο 2. ιατρ. η κένωση 3. στον πληθ. τα κενώματα αυτά που… … Dictionary of Greek
κένωση — η (ΑΜ κένωσις, Α και ποιητ. τ. κενέωσις) [κενώ] 1. το άδειασμα 2. ιατρ. εκκένωση, αφόδευση, αποπάτηση νεοελλ. το σερβίρισμα αρχ. 1. ιατρ. ελάττωση τού αίματος, πενιχρή δίαιτα 2. (για τη σελήνη) η φθίνουσα … Dictionary of Greek
κουβέρ — το 1. τραπεζομάντηλο μαζί με όλα τα επιτραπέζια σκεύη 2. το πάγιο ποσό με το οποίο χρεώνεται σε εστιατόριο το σερβίρισμα κάθε πελάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. couvert < μσν. γαλλ. couvert < αρχ. γαλλ. covert, couvert, παθητ. μτχ. τού ρ. covrir,… … Dictionary of Greek